εννεαχιλοι

εννεαχιλοι
    ἐννεάχιλοι
    ἐννεά-χῑλοι
    οἱ, αἱ, τά indecl. девять тысяч Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εννεαχιλοι" в других словарях:

  • εννεάχιλοι — ἐννεάχιλοι, αι, α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α) εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐννεάχιλοι — ἐννεάχῑλοι , ἐννεάχιλοι nine thousand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάχιλοι — και δεκάχειλοι, αι, α (Α) δέκα χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»